- υποσαθρος
- ὑπόσαθροςὑπό-σαθρος2подгнивший, попорченный
(τὸ σκαφίδιον Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ σκαφίδιον Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπόσαθρος — η, ο / ὑπόσαθρος, ον, ΝΑ [σαθρός] λίγο σαθρός … Dictionary of Greek
ὑπόσαθρον — ὑπόσαθρος somewhat rotten masc/fem acc sg ὑπόσαθρος somewhat rotten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσάθροις — ὑπόσαθρος somewhat rotten masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσάθρου — ὑπόσαθρος somewhat rotten masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσάθρων — ὑπόσαθρος somewhat rotten masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσαθρα — ὑπόσαθρος somewhat rotten neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσαθροι — ὑπόσαθρος somewhat rotten masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)